σωματοπρεπής

σωματοπρεπής
-ές, Α
αυτός που ταιριάζει στο σώμα, ο σχετικός με το σώμα.
επίρρ...
σωματοπρεπῶς Α
κατά τρόπο σχετικό με το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. θεο-πρεπής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σωματοπρεπώς — Α επίρρ. βλ. σωματοπρεπής …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՐՄՆԱՎԱՅԵԼՈՒՉ — ( ) NBH 2 0228 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. σωματοπρεπής corpori conveniens, corporalis. Վայելուչ կամ վայելչական մարմնոյ. մարմնաւոր. մարդկային. *Ի միատեսակութենէ տռփականին աստուածանունութեան ʼի բաժանական եւ ʼի մարմնավայելուչ եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”